Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ: Με την έναρξη τον Σεπτέμβριο του νέου σχολικού έτους 2011-2012 στην Αλβανία, τα Ελληνόπουλα, όχι μόνο στις λεγόμενες «μειονοτικές ζώνες» αλλά και στις περιοχές της Χειμάρας, της Πρεμετής, της Κορυτσάς και σε άλλα μέρη της Αλβανίας που έχουν διασκορπιστεί οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες, θα διδάσκονται σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, ότι η Ήπειρος από τον Σκούμπη ποταμό ως τον Αμβρακικό Κόλπο και η Δυτική Μακεδονία είναι εδάφη αλβανικά, τα οποία «άρπαξαν» οι Έλληνες σοβινιστές και τα κατέχουν.
Όλα τα βιβλία, κυρίως, της ιστορίας και γεωγραφίας βρίθουν από ανθελληνικό μένος, δημιουργώντας μια κατάσταση, η οποία καθόλου δεν βοηθάει τις φιλικές διακρατικές σχέσεις.
Με τέτοιες ανθελληνικές θέσεις, με τέτοια παραληρήματα και ιστορικές παραποιήσεις, δεν νομίζουμε ότι η Αλβανία μπορεί να περιμένει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Από το άλλο μέρος δεν ξέρουμε γιατί το επίσημο ελληνικό κράτος σιωπά, ενώ θα έπρεπε να αντιδράσει και να απαιτήσει την απάλειψη όλων αυτών των απαράδεκτων κειμένων που δηλητηριάζουν τους μαθητές (Αλβανούς και μειονοτικούς Έλληνες) και δημιουργούν στους Αλβανούς κυβερνώντες την εντύπωση αδυναμίας της Ελλάδος. Μια δυναμική παρέμβαση από την ελληνική κυβέρνηση θα συνετίσει τους Αλβανούς και θα τους αναγκάσει σε αναθεώρηση των ανεδαφικών διεκδικήσεων.
Και στις μέρες μας οι Ελληνοδάσκαλοι, που διδάσκουν στα μειονοτικά σχολεία ασκούν ιεραποστολικό έργο. Χωρίς βοήθεια, χωρίς τα αναγκαία μέσα και βοηθήματα ισορροπούν μεταξύ του χρέους και των κινδύνων που συνεπάγεται η διδασκαλία διαφορετικών θέσεων από εκείνες του επίσημου κράτους.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα δίσεκτα χοτζικά χρόνια, έστω και στοιχειωδώς, κράτησε ζωντανή την εθνική συνείδηση και απετέλεσε τον συνεκτικό κρίκο, τον «ομφάλιο λώρο» με τη Μητέρα Πατρίδα. Οι δάσκαλοι σήμερα, χωρίς πνευματική στήριξη και ενίσχυση εκ μέρους του ελληνικού κράτους, επωμίζονται τεράστιες ευθύνες επιτελώντας έργο εθνικό.
Έχουν ανάγκη οι δάσκαλοι να επανασυνδεθούν με τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα και ιστορία μας, να αναπτερωθεί το ηθικό τους ώστε να επιδράσουν θετικά και έξω από τις σχολικές αίθουσες, στο ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον και να βρουν πειστικούς τρόπους και για την ακατάσχετη ανακοπή της μεταναστευτικής αιμορραγίας και για την επιστροφή όλων εκείνων, που για την ανάγκη της επιβίωσης εγκατέλειψαν τον τόπο τους.
Και κάτι ακόμα για τους Αλβανούς: Εάν πραγματικά επιθυμούν οι Αλβανοί φιλικές και αδελφικές σχέσεις με την Ελλάδα, εάν θέλουν να επικρατήσει μεταξύ των δύο λαών πνεύμα συνεργασίας, θα έπρεπε να είχαν αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια στα σχολικά βοηθήματα, σταματώντας την διαστρέβλωση και παραποίηση της ιστορίας.
Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε ελάχιστα τμήματα από σχολικά βιβλία ιστορίας και γεωγραφίας, στα οποία σαφώς καταφαίνεται το ανθελληνικό πνεύμα από το οποίο διαπνέονται αλβανικοί σοβινιστικοί κύκλοι και ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός:
Στην Ιστορία 7 (έκδοση 2003) από την εισαγωγή σχεδόν μέχρι το τέλος αγνοείται ως χώρα και ως πολιτιστική κοιτίδα των Βαλκανίων η Ελλάδα και όταν αναφέρεται, αναφέρεται απαξιωτικά.
Όταν οι συγγραφείς του βιβλίου ασχολούνται με τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα (1946-1949) γράφουν σχετικά για τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας (σ. 130):
«Μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια οι Αλβανοί που ζούσαν στις δικές τους εστίες και που άδικα είχαν συμπεριληφθεί στο ελληνικό κράτος, ειδικά οι Τσάμηδες εκδιώχθηκαν. Αντιμέτωποι με την άγρια βία αυτοί υποχρεώθηκαν να φεύγουν μαζικά από τους τόπους κατοικίας τους. Δεκάδες χιλιάδες ήλθαν στην Αλβανία. Το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα δεν ύψωσε τη φωνή του στο διεθνή στίβο για να υπερασπιστεί τους Τσάμηδες από τον ελληνικό διωγμό και ούτε έδειξε ενδιαφέρον για τη συστηματοποίηση των μεταναστών Τσάμηδων στην Αλβανία».
Στη σελ. 133-134 μιλούν για εθνικές σφαγές εκ μέρους των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων. Οι Αλβανοί, γράφουν, μοιράστηκαν σε τέσσερα μέρη της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας: Στο Κοσσυφοπέδιο, στην ΠΓΔΜ, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.
«Και ο αλβανικός πληθυσμός της Τσαμουριάς στην Ελλάδα βρέθηκε σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Μολονότι οι εκεί Αλβανοί αγωνίστηκαν στο πλευρό του ελληνικού λαού, μετά τον Πόλεμο, οι ελληνικές σοβινιστικές συμμορίες τρομοκράτησαν τον τσάμικο πληθυσμό. Η τρομοκρατία φάνηκε στην απαγωγή των αντρών, στη συγκέντρωση πολλών οικογενειών Τσάμηδων σε ακατάλληλους χώρους ξυλοκοπώντας τους και τρομοκρατώντας τους. Εκτός από την τρομοκρατία, από τον τσάμικο πληθυσμό αρπάχτηκαν οι περιουσίες και εκδιώχτηκαν από τα εδάφη τους, πέρα από τα αλβανικά σύνορα… Όλα αυτά έγιναν με σκοπό τον προσεταιρισμό των εδαφών που κατοικούνταν από τους Αλβανούς από την αρχαιότητα. Μάλιστα οι στόχοι των Ελλήνων σοβινιστών έφτασαν μέχρι την κατάληψη της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου».
Στην Ιστορία 5 (έκδοση 2003) διαβάζουμε για τις ιλλυρικές φυλές, για τα ιλλυρικά Βασίλεια και για τον ιλλυρικό πολιτισμό, τις τέχνες και τους τρόπους διαβίωσης.
Διαβάζουμε για την ιλλυρική γλώσσα:
«Οι Ιλλυριοί είναι λαός με πολύ ανεπτυγμένο πολιτισμό. Αυτοί διακρίνονται στα Βαλκάνια για τη γλώσσα, τον τρόπο διαβίωσης και τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους. Οι Ιλλυριοί δεν άφησαν γραφτή τη γλώσσα τους. Από την ιλλυρική γλώσσα έχουν διατηρηθεί περίπου 1.000 λέξεις… Είναι γνωστές λέξεις, όμως δεν είναι γνωστή η γραμματική της ιλλυρικής γλώσσας».
Νομίζουμε ότι τα όσα γράφονται δεν επιδέχονται ούτε την ελάχιστη κριτική. Αφού δεν υπήρχε γραπτή γλώσσα, τι είδους πολιτισμός αναπτύχθηκε; Γνωστές λέξεις χωρίς γραμματική. Χωρίς να υπάρχουν γραπτά τεκμήρια που στηρίζονται οι Αλβανοί συγγραφείς των βιβλίων για να γράφουν όσα γράφουν;
Στο ίδιο σχολικό βοήθημα (σ. 112) γράφουν για τους Άρμπερους και την Αρμπερία:
«Υπό την ονομασία Αρμπερία, γράφουν, συμπεριλήφτηκαν όλες οι περιοχές από την Τσαμουριά στο Νότο μέχρι στο Κοτόρι στο Βορρά, που κατοικούνταν από τους Αλβανούς Αρμπερ… Οι Άρμπερ διατήρησαν τη γλώσσα των Ιλλυριών, τα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις, τις ενδυμασίες… Έτσι πάνω στη βάση του ιλλυρικού πολιτισμού και πλουτίζοντάς τον, δημιουργήθηκε ο ξεχωριστός πολιτισμός των Άρμπερ. Αυτός ο πολιτισμός διακρινόταν από τον πολιτισμό των άλλων λαών των Βαλκανίων: Σλάβων, Ελλήνων, Ρουμάνων. Συνεπώς, ο λαός των Άρμπερ ή ο αλβανικός λαός ξεχώριζε από τους άλλους Βαλκανικούς λαούς από τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τα εδάφη των Βαλκανίων στα οποία κατοικούσε».
Τι να σχολιάσουμε από όλα αυτά τα ανιστόρητα; Ότι όλοι οι άλλοι λαοί της Βαλκανικής δεν λογαριάζονται και μόνο οι Άρμπεροι (Αλβανοί) δημιούργησαν πολιτισμό και ξεχώρισαν; Μόνο ο πολιτισμός των Άρμπερ (Αλβανών) υπερίσχυε στη Βαλκανική από τους πολιτισμούς των Ελλήνων, Σλάβων, Ρουμάνων. Κάθε σχόλιο περιττεύει.
Η ελληνόφωνη εφημερίδα «Το Όραμα» (Ιούλιος 2011) σε πρωτοσέλιδο άρθρο διερωτάται: «Μέχρι πότε τα σχολικά κείμενα (ειδικά ιστορίας και γεωγραφίας) θα δηλητηριάζουν τα παιδιά μας;».
Στο εγχειρίδιο της ιστορίας της 9ης τάξης διαβάζουμε, όπως αναγράφονται στην εφημερίδα:
1) Η σοβινιστική Ελλάδα προέβλεπε ν’ αρπάξει τη Νότια Αλβανία (σ. 43).
[b]2) Η Ελληνική κυβέρνηση ζητούσε τις περιοχές της Νοτίου Αλβανίας (σ. 63). [/b]
3) Οι Έλληνες σοβινιστές οργάνωσαν μια προπαγανδιστική καμπάνια για να παρουσιάσουν τον πληθυσμό της Νοτίου Αλβανίας πως είναι Έλληνες (σ. 65).
4) Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17.05.1914) δεν βασίζονταν σε κανένα αληθινό στοιχείο (σ. 65).
5) Ο Ελληνικός στρατός έκαψε και πλιατσικολόγησε την Τσαμουριά χειρότερα από τους Ιταλούς φασίστες (σ. 100).
Η γεωγραφία της 9ης τάξης περιλαμβάνει όλα τα «αλβανικά εδάφη» που βρίσκονται εκτός των αλβανικών συνόρων. Η Πρέβεζα, η Άρτα, η Ηγουμενίτσα, τα Γιάννινα, τα Γρεβενά, η Καστοριά, η Φλώρινα είναι αλβανικά και κατέχονται από την Ελλάδα.
Γράφει η εφημερίδα: «Όχι μόνο κι εμείς ανεχτήκαμε μέχρι τώρα, κακώς, αλλά αγοράζαμε εμείς τα βιβλία, νομίζοντας πως η Διακρατική Επιτροπή που είχε συσταθεί πριν από σχεδόν 15 χρόνια, θα τραβήξει αυτά τα απαράδεκτα και διαστρεβλωμένα κείμενα από τα σχολικά βιβλία… Και τι έγινε ως τα σήμερα; Τίποτα…!».
Πράγματι! Δεν έγινε τίποτε. Απλά παραμένουμε απαθείς και αδιάφοροι παρακολουθώντας το δηλητηριώδες μίσος με το οποίο οι Αλβανοί ποτίζουν τις παιδικές ψυχές των μαθητών, διαπλάθοντας γενίτσαρους εναντίον της Ελλάδας.
Είναι καιρός να αναλάβει το επίσημο ελληνικό κράτος κάποιες πρωτοβουλίες στήριξης των αποκομμένων ελληνικών πληθυσμών της Βορείου Ηπείρου, ώστε να τους προφυλάξει από τη βουλιμία των αλβανικών εθνικιστικών κύκλων.
Όλα τα βιβλία, κυρίως, της ιστορίας και γεωγραφίας βρίθουν από ανθελληνικό μένος, δημιουργώντας μια κατάσταση, η οποία καθόλου δεν βοηθάει τις φιλικές διακρατικές σχέσεις.
Με τέτοιες ανθελληνικές θέσεις, με τέτοια παραληρήματα και ιστορικές παραποιήσεις, δεν νομίζουμε ότι η Αλβανία μπορεί να περιμένει την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Από το άλλο μέρος δεν ξέρουμε γιατί το επίσημο ελληνικό κράτος σιωπά, ενώ θα έπρεπε να αντιδράσει και να απαιτήσει την απάλειψη όλων αυτών των απαράδεκτων κειμένων που δηλητηριάζουν τους μαθητές (Αλβανούς και μειονοτικούς Έλληνες) και δημιουργούν στους Αλβανούς κυβερνώντες την εντύπωση αδυναμίας της Ελλάδος. Μια δυναμική παρέμβαση από την ελληνική κυβέρνηση θα συνετίσει τους Αλβανούς και θα τους αναγκάσει σε αναθεώρηση των ανεδαφικών διεκδικήσεων.
Και στις μέρες μας οι Ελληνοδάσκαλοι, που διδάσκουν στα μειονοτικά σχολεία ασκούν ιεραποστολικό έργο. Χωρίς βοήθεια, χωρίς τα αναγκαία μέσα και βοηθήματα ισορροπούν μεταξύ του χρέους και των κινδύνων που συνεπάγεται η διδασκαλία διαφορετικών θέσεων από εκείνες του επίσημου κράτους.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα δίσεκτα χοτζικά χρόνια, έστω και στοιχειωδώς, κράτησε ζωντανή την εθνική συνείδηση και απετέλεσε τον συνεκτικό κρίκο, τον «ομφάλιο λώρο» με τη Μητέρα Πατρίδα. Οι δάσκαλοι σήμερα, χωρίς πνευματική στήριξη και ενίσχυση εκ μέρους του ελληνικού κράτους, επωμίζονται τεράστιες ευθύνες επιτελώντας έργο εθνικό.
Έχουν ανάγκη οι δάσκαλοι να επανασυνδεθούν με τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα και ιστορία μας, να αναπτερωθεί το ηθικό τους ώστε να επιδράσουν θετικά και έξω από τις σχολικές αίθουσες, στο ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον και να βρουν πειστικούς τρόπους και για την ακατάσχετη ανακοπή της μεταναστευτικής αιμορραγίας και για την επιστροφή όλων εκείνων, που για την ανάγκη της επιβίωσης εγκατέλειψαν τον τόπο τους.
Και κάτι ακόμα για τους Αλβανούς: Εάν πραγματικά επιθυμούν οι Αλβανοί φιλικές και αδελφικές σχέσεις με την Ελλάδα, εάν θέλουν να επικρατήσει μεταξύ των δύο λαών πνεύμα συνεργασίας, θα έπρεπε να είχαν αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια στα σχολικά βοηθήματα, σταματώντας την διαστρέβλωση και παραποίηση της ιστορίας.
Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε ελάχιστα τμήματα από σχολικά βιβλία ιστορίας και γεωγραφίας, στα οποία σαφώς καταφαίνεται το ανθελληνικό πνεύμα από το οποίο διαπνέονται αλβανικοί σοβινιστικοί κύκλοι και ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός:
Στην Ιστορία 7 (έκδοση 2003) από την εισαγωγή σχεδόν μέχρι το τέλος αγνοείται ως χώρα και ως πολιτιστική κοιτίδα των Βαλκανίων η Ελλάδα και όταν αναφέρεται, αναφέρεται απαξιωτικά.
Όταν οι συγγραφείς του βιβλίου ασχολούνται με τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα (1946-1949) γράφουν σχετικά για τους Τσάμηδες της Θεσπρωτίας (σ. 130):
«Μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια οι Αλβανοί που ζούσαν στις δικές τους εστίες και που άδικα είχαν συμπεριληφθεί στο ελληνικό κράτος, ειδικά οι Τσάμηδες εκδιώχθηκαν. Αντιμέτωποι με την άγρια βία αυτοί υποχρεώθηκαν να φεύγουν μαζικά από τους τόπους κατοικίας τους. Δεκάδες χιλιάδες ήλθαν στην Αλβανία. Το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα δεν ύψωσε τη φωνή του στο διεθνή στίβο για να υπερασπιστεί τους Τσάμηδες από τον ελληνικό διωγμό και ούτε έδειξε ενδιαφέρον για τη συστηματοποίηση των μεταναστών Τσάμηδων στην Αλβανία».
Στη σελ. 133-134 μιλούν για εθνικές σφαγές εκ μέρους των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων. Οι Αλβανοί, γράφουν, μοιράστηκαν σε τέσσερα μέρη της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας: Στο Κοσσυφοπέδιο, στην ΠΓΔΜ, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.
«Και ο αλβανικός πληθυσμός της Τσαμουριάς στην Ελλάδα βρέθηκε σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Μολονότι οι εκεί Αλβανοί αγωνίστηκαν στο πλευρό του ελληνικού λαού, μετά τον Πόλεμο, οι ελληνικές σοβινιστικές συμμορίες τρομοκράτησαν τον τσάμικο πληθυσμό. Η τρομοκρατία φάνηκε στην απαγωγή των αντρών, στη συγκέντρωση πολλών οικογενειών Τσάμηδων σε ακατάλληλους χώρους ξυλοκοπώντας τους και τρομοκρατώντας τους. Εκτός από την τρομοκρατία, από τον τσάμικο πληθυσμό αρπάχτηκαν οι περιουσίες και εκδιώχτηκαν από τα εδάφη τους, πέρα από τα αλβανικά σύνορα… Όλα αυτά έγιναν με σκοπό τον προσεταιρισμό των εδαφών που κατοικούνταν από τους Αλβανούς από την αρχαιότητα. Μάλιστα οι στόχοι των Ελλήνων σοβινιστών έφτασαν μέχρι την κατάληψη της Κορυτσάς και του Αργυροκάστρου».
Στην Ιστορία 5 (έκδοση 2003) διαβάζουμε για τις ιλλυρικές φυλές, για τα ιλλυρικά Βασίλεια και για τον ιλλυρικό πολιτισμό, τις τέχνες και τους τρόπους διαβίωσης.
Διαβάζουμε για την ιλλυρική γλώσσα:
«Οι Ιλλυριοί είναι λαός με πολύ ανεπτυγμένο πολιτισμό. Αυτοί διακρίνονται στα Βαλκάνια για τη γλώσσα, τον τρόπο διαβίωσης και τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους. Οι Ιλλυριοί δεν άφησαν γραφτή τη γλώσσα τους. Από την ιλλυρική γλώσσα έχουν διατηρηθεί περίπου 1.000 λέξεις… Είναι γνωστές λέξεις, όμως δεν είναι γνωστή η γραμματική της ιλλυρικής γλώσσας».
Νομίζουμε ότι τα όσα γράφονται δεν επιδέχονται ούτε την ελάχιστη κριτική. Αφού δεν υπήρχε γραπτή γλώσσα, τι είδους πολιτισμός αναπτύχθηκε; Γνωστές λέξεις χωρίς γραμματική. Χωρίς να υπάρχουν γραπτά τεκμήρια που στηρίζονται οι Αλβανοί συγγραφείς των βιβλίων για να γράφουν όσα γράφουν;
Στο ίδιο σχολικό βοήθημα (σ. 112) γράφουν για τους Άρμπερους και την Αρμπερία:
«Υπό την ονομασία Αρμπερία, γράφουν, συμπεριλήφτηκαν όλες οι περιοχές από την Τσαμουριά στο Νότο μέχρι στο Κοτόρι στο Βορρά, που κατοικούνταν από τους Αλβανούς Αρμπερ… Οι Άρμπερ διατήρησαν τη γλώσσα των Ιλλυριών, τα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις, τις ενδυμασίες… Έτσι πάνω στη βάση του ιλλυρικού πολιτισμού και πλουτίζοντάς τον, δημιουργήθηκε ο ξεχωριστός πολιτισμός των Άρμπερ. Αυτός ο πολιτισμός διακρινόταν από τον πολιτισμό των άλλων λαών των Βαλκανίων: Σλάβων, Ελλήνων, Ρουμάνων. Συνεπώς, ο λαός των Άρμπερ ή ο αλβανικός λαός ξεχώριζε από τους άλλους Βαλκανικούς λαούς από τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τα εδάφη των Βαλκανίων στα οποία κατοικούσε».
Τι να σχολιάσουμε από όλα αυτά τα ανιστόρητα; Ότι όλοι οι άλλοι λαοί της Βαλκανικής δεν λογαριάζονται και μόνο οι Άρμπεροι (Αλβανοί) δημιούργησαν πολιτισμό και ξεχώρισαν; Μόνο ο πολιτισμός των Άρμπερ (Αλβανών) υπερίσχυε στη Βαλκανική από τους πολιτισμούς των Ελλήνων, Σλάβων, Ρουμάνων. Κάθε σχόλιο περιττεύει.
Η ελληνόφωνη εφημερίδα «Το Όραμα» (Ιούλιος 2011) σε πρωτοσέλιδο άρθρο διερωτάται: «Μέχρι πότε τα σχολικά κείμενα (ειδικά ιστορίας και γεωγραφίας) θα δηλητηριάζουν τα παιδιά μας;».
Στο εγχειρίδιο της ιστορίας της 9ης τάξης διαβάζουμε, όπως αναγράφονται στην εφημερίδα:
1) Η σοβινιστική Ελλάδα προέβλεπε ν’ αρπάξει τη Νότια Αλβανία (σ. 43).
[b]2) Η Ελληνική κυβέρνηση ζητούσε τις περιοχές της Νοτίου Αλβανίας (σ. 63). [/b]
3) Οι Έλληνες σοβινιστές οργάνωσαν μια προπαγανδιστική καμπάνια για να παρουσιάσουν τον πληθυσμό της Νοτίου Αλβανίας πως είναι Έλληνες (σ. 65).
4) Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17.05.1914) δεν βασίζονταν σε κανένα αληθινό στοιχείο (σ. 65).
5) Ο Ελληνικός στρατός έκαψε και πλιατσικολόγησε την Τσαμουριά χειρότερα από τους Ιταλούς φασίστες (σ. 100).
Η γεωγραφία της 9ης τάξης περιλαμβάνει όλα τα «αλβανικά εδάφη» που βρίσκονται εκτός των αλβανικών συνόρων. Η Πρέβεζα, η Άρτα, η Ηγουμενίτσα, τα Γιάννινα, τα Γρεβενά, η Καστοριά, η Φλώρινα είναι αλβανικά και κατέχονται από την Ελλάδα.
Γράφει η εφημερίδα: «Όχι μόνο κι εμείς ανεχτήκαμε μέχρι τώρα, κακώς, αλλά αγοράζαμε εμείς τα βιβλία, νομίζοντας πως η Διακρατική Επιτροπή που είχε συσταθεί πριν από σχεδόν 15 χρόνια, θα τραβήξει αυτά τα απαράδεκτα και διαστρεβλωμένα κείμενα από τα σχολικά βιβλία… Και τι έγινε ως τα σήμερα; Τίποτα…!».
Πράγματι! Δεν έγινε τίποτε. Απλά παραμένουμε απαθείς και αδιάφοροι παρακολουθώντας το δηλητηριώδες μίσος με το οποίο οι Αλβανοί ποτίζουν τις παιδικές ψυχές των μαθητών, διαπλάθοντας γενίτσαρους εναντίον της Ελλάδας.
Είναι καιρός να αναλάβει το επίσημο ελληνικό κράτος κάποιες πρωτοβουλίες στήριξης των αποκομμένων ελληνικών πληθυσμών της Βορείου Ηπείρου, ώστε να τους προφυλάξει από τη βουλιμία των αλβανικών εθνικιστικών κύκλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου