Στην εποχή της δόξας, τις μέρες που φιλοξενούσαμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Αθήνα έμοιαζε με πρωτεύουσα της τέχνης.
Οι μη γνωρίζοντες την ελληνική πραγματικότητα, οι ανυποψίαστοι τουρίστες, βλέποντας τις εκθέσεις των μουσείων, τις δράσεις σε δημόσιους χώρους και γειτονιές, ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι οι Αθηναίοι ξυπνούσαν αναλύοντας τα βίντεο του Μπιλ Βαϊόλα και κοιμόντουσαν αναστοχαζόμενοι τις οικουμενικές αξίες που εκφράζει η γλυπτική του Χένρι Μουρ.
Τα χρόνια πέρασαν, το ηθικό του έθνους καταβαραθρώθηκε και η σύγχρονη τέχνη έκοψε τους δεσμούς της με το δημόσιο χώρο και το διάλογο με τους πολίτες. Η ιδέα με τις εφήμερες εικαστικές δράσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, που διοργανώνει αυτή την εποχή στην Αθήνα το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης -συνεργασία του ΥΠΠΟΤ και του Δήμου Αθηναίων- φιλοδοξεί να ζωηρέψει τη διάθεση και τη σχέση μας με την πόλη.
Η βόλτα που κάναμε προχθές το μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, για να εντοπίσουμε τις «νησίδες» της τέχνης, δεν ήταν και η πιο συναρπαστική που θα μπορούσε να κάνει κάποιος.
Ακόμα κι αν ανήκεις σε εκείνους που δεν χάνουν το κουράγιο και τη δημιουργικότητά τους και στις δυσκολότερες συνθήκες, δεν έχεις πολλά περιθώρια ανάτασης περπατώντας στο κέντρο. Οποιαδήποτε σκέψη περί ευεργετικής δύναμης της τέχνης χάνει την ισχύ της στην κάθοδο της Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια. Ο θυμός και οι φωνές των διαδηλωτών διασταυρώνονται με τους μετανάστες, που σέρνουν καρότσια του σουπερμάρκετ με παλιοσίδερα, δίπλα σε μαγαζιά με λουκέτα και σκυθρωπούς ανθρώπους, που καπνίζουν στο πεζοδρόμιο.
Το «Πεντάκυκλο», γλυπτό του Γιώργου Ζογγολόπουλου, που στέκει μισερό στην πλατεία Ομονοίας από το 2002, και η εγκατάσταση «Εις Δόξαν» του Βλάση Κανιάρη -στοιβαγμένα σακιά τσιμέντου τυλιγμένα με ελληνικές σημαίες-, που τοποθέτησε πρόσφατα το ΕΜΣΤ στην πλατεία, μοιάζουν να συμπληρώνουν, για διαφορετικούς λόγους, την εικόνα της θλίψης.
Οσο κι αν θέλουμε να υποδυθούμε τους φιλότεχνους, σε καιρό κρίσης, η πραγματικότητα με δύο ενοχλητικές σκέψεις μάς ξεσκεπάζει: πρώτα απ' όλα, κανείς αρμόδιος δεν αξιώθηκε, ακόμα και στις εποχές ευημερίας, να θέσει σε κίνηση το μηχανισμό με το νερό που θα κινούσε τους κύκλους στο γλυπτό του Ζογγολόπουλου. Αποτέλεσμα; Το έργο ενός σπουδαίου Ελληνα γλύπτη μένει ημιτελές και «σακαταμένο» στην πλατεία, προσβάλλοντας τη μνήμη του δημιουργού του.
Αρχοντοχωριατισμός
Δίπλα του, τα σακιά τσιμέντου με τις ελληνικές σημαίες του έργου «Εις Δόξαν» τού, επίσης, κορυφαίου μας γλύπτη Βλάση Κανιάρη, δεν σχολιάζουν μόνο την τσιμεντοποίηση της χώρας. Αρκεί να σκεφτούμε ότι το έργο προέρχεται από ένα Μουσείο που, παρά τις εξαγγελίες και τους «δεκάρικους» χρόνων, δεν κατάφερε να αποκτήσει ακόμα τη δική του στέγη στο ερείπιο του πρώην εργαστασίου «Φιξ». Γεγονότα που ενισχύουν την υποψία αρχοντοχωριατισμού μιας χώρας, η οποία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, ουσιαστικά, για τις εικαστικές τέχνες και τις χρησιμοποίησε ευκαιριακά, για να υποδυθεί την Ευρωπαία και την κοσμοπολίτισσα.
Το έργο του Αλέξανδρου Ψυχούλη «Οργανα Γυμναστικής», που αιωρείται, ψηλά στον ουρανό, στη συμβολή των οδών Αιόλου και Κολοκοτρώνη, περνά εντελώς απαρατήρητο. Κυρίως, λόγω αδυναμίας των περαστικών να... σηκώσουν κεφάλι. Μόνη μας ελπίδα για εθνική ανάταση παραμένουν τα 94 κόκκινα μετεωρολογικά μπαλόνια της Τζένης Μαρκέτου, που τοποθετήθηκαν, χθες, στην πλατεία Κοτζιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου